- πνέοντας
- πνέωblowpres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκπνέω — (AM ἐκπνέω, Α και ἐκπνείω) 1. (για έμβια) βγάζω τον αέρα από τα αναπνευστικά μου όργανα 2. παραδίδω το πνεύμα μου, πεθαίνω νεοελλ. (για χρόνο) εξαντλούμαι, τελειώνω αρχ. 1. (για τον εισπνεόμενο αέρα) βγαίνω έξω πνέοντας 2. φυσώ σαν πνοή 3.… … Dictionary of Greek
θίνες — Χαρακτηριστική μορφή συσσώρευσης άμμου, που προκαλείται από τον άνεμο. Θ. μπορούν να δημιουργηθούν σε οποιοδήποτε περιβάλλον υπάρχουν άμμοι, όπου οι άνεμοι, πνέοντας με σχεδόν σταθερή κατεύθυνση, έχουν αρκετή ισχύ, ώστε να μετακινήσουν τις άμμους … Dictionary of Greek